- λόρυ
- τομικρό και χαμηλό όχημα, χωρίς πλευρές, κάλυψη και μηχανή, το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά υλικών τών σιδηροδρομικών υπηρεσιών, αλλ. βαγονέτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. lorry «φορτηγό όχημα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.